- ήχου, εγγραφή
- Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο-φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον ομιλούντα κινηματογράφο), μαγνητικές (σε ταινία ή μαγνητικό φιλμ) ή μηχανικές (για την κατασκευή των δίσκων γραμμοφώνου) και ακόμα καθαρά οπτικές (για την κατασκευή των CD). Η αναπαραγωγή γίνεται περίπου με την ίδια τεχνική της εγγραφής, με την κατάλληλη προσαρμογή των διαφόρων στοιχείων του συνόλου.
Σε όλους τους σύγχρονους τρόπους εγγραφής γίνεται πάντα προσφυγή στην ηλεκτρονική τεχνική. Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ήχου μετατρέπονται σε ανάλογα χαρακτηριστικά ενός ηλεκτρικού ρεύματος από τις δονήσεις του ελαστικού συστήματος ενός μικροφώνου και το ρεύμα ενισχύεται κατάλληλα για να διεγείρει τον οπτικό, μαγνητικό ή μηχανικό οργανισμό, που εκτελεί την ε.ή. Κατά την αναπαραγωγή υπάρχει ένας ανάλογος οργανισμός (οπτικός, μαγνητικός ή μηχανικός) που διαβάζει την εγγραφή και παράγει ένα ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο, αφού ενισχυθεί, διεγείρει ένα ή περισσότερα μεγάφωνα.
Κατά την πραγματοποίηση του συνόλου, που προορίζεται είτε για την εγγραφή είτε για την αναπαραγωγή, πρέπει να ικανοποιούνται κάποιες απαιτήσεις, όπως η πιστότητα εγγραφής και αναπαραγωγής· δηλαδή, όλες οι συχνότητες που συνθέτουν τον ήχο πρέπει τόσο κατά την εγγραφή όσο και κατά την αναπαραγωγή να εμφανίζονται αναλλοίωτες και με τις σχετικές εντάσεις τους. Επίσης, στον αναπαραγόμενο ήχο δεν πρέπει να εμφανιστούν συχνότητες που δεν υπήρχαν στον αρχικό ήχο. Όπου αυτές οι συνθήκες δεν τηρούνται, ο ήχος προκύπτει παραμορφωμένος. Αυτό συμβαίνει όταν χρησιμοποιούνται διατάξεις που δεν είναι γραμμικές (βλ. λ. γραμμική παραμόρφωση).
οπτικο-φωτογραφική μέθοδος (ή φωτο-ακουστική).Ο ήχος εγγράφεται φωτογραφικά, με τη μορφή μεταβολών διαφάνειας, πάνω σε μια λωρίδα του κινηματογραφικού φιλμ (που λέγεται ηχητική κολόνα) δίπλα στις φωτεινές εικόνες. Επειδή o ήχος είναι ένα φαινόμενο που εκδηλώνεται χρονικά, η ε.ή. γίνεται όταν η ταινία βρίσκεται σε κίνηση. Οι διαστάσεις της ηχητικής κολόνας είναι: ως προς το μήκος, ίσο με εκείνο του φιλμ· ως προς το πλάτος, μία λωρίδα που εξαρτάται από τον τύπο του φιλμ (των 35 χιλιοστών είναι περίπου 3 χιλιοστά, των 16 χιλιοστών περίπου 2,15 χιλιοστά). H ταχύτητα διέλευσης του φιλμ από τον εγγραφέα είναι αυστηρά σταθερή και έχει καθιερωθεί σε όλο τον κόσμο να είναι 24 φωτογραφίες ανά δευτερόλεπτο για όλους τους τύπους των φιλμ.
Ο εγγραφέας περιλαμβάνει ένα σύστημα οπτικο-παλμογραφικό, η αποστολή του οποίου είναι να προκαλεί μια οπτική σχισμή μεταβλητής φωτεινότητας. Για τον σκοπό αυτό, αποτελείται από έναν μηχανικό παλμογράφο και από ένα οπτικό σύστημα. Ο τύπος του παλμογράφου (παλμογράφος βρόγχου) από τον οποίο προέρχονται οι διάφοροι τύποι οπτικής εγγραφής είναι ο τύπος των Μπλοντέλ-Νταντέλ. Αυτός αποτελείται από έναν ηλεκτρομαγνήτη, μέσα στο πεδίο του οποίου είναι τοποθετημένο ένα κινητό σύστημα που αποτελείται από δύο παράλληλους αγωγούς σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους και τεταμένους με ένα ελατήριο. Στους αγωγούς αυτούς είναι ενσωματωμένο ένα μικρό κάτοπτρο σε αντιστοιχία με το σημείο όπου το μαγνητικό πεδίο του ηλεκτρομαγνήτη έχει τη μέγιστη ένταση. Το διαμορφωμένο από τον ήχο ρεύμα διαρρέει τους δύο αγωγούς με αντίθετη φορά και αναγκάζει σε συστροφή το κινητό σύστημα, προκαλώντας γωνιακές μετατοπίσεις του κατόπτρου. Μια μικρή πρότυπη φωτεινή δέσμη ανακλάται από το μικρό κάτοπτρο και εκτελεί με αυτό τον τρόπο παλινδρομικές κινήσεις, σε συνάρτηση με το διαμορφωμένο ρεύμα που διαρρέει τους δύο αγωγούς. Τoφωτεινό είδωλο προσκρούει πάνω σε μία μηχανική εγκοπή που βρίσκεται στο εσωτερικό του οπτικού συστήματος και με την κίνησή του το φωτίζει εγκαρσίως κατά τρόπο μεταβλητό, με ένταση και συχνότητα αντίστοιχες προς εκείνες του ρεύματος που προκάλεσε την ταλάντωση.
Στον κινηματογράφο χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι παλμογράφων, που βασίζονται στην ίδια αρχή με αυτήν που περιγράψαμε, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στην κατασκευή (RCA, Tobis-Klangfilm κ.ά.). Οαντικειμενικός φακός του οπτικού συστήματος καθορίζει, πάνω στο επίπεδο διέλευσης του ευαίσθητου γαλακτώματος του φιλμ, μία φωτεινή σχισμή μήκους περίπου 2 χιλιοστώνκαι πάχους γενικά μερικών εκατοστών του χιλιοστού, η οποία έχει επιλεγεί σε συνδυασμό με την ταχύτητα του φιλμ και τη μέγιστη συχνότητα που είναι δυνατόν να καταγραφεί. Αυτή η φωτεινή σχισμή επιτυγχάνεται με την οπτική προσαρμογή της μηχανικής εγκοπής που παρεμβάλλεται μεταξύ αντικειμενικού και προσοφθάλμιου φακού του οπτικού συστήματος.
Μεγάλη διάδοση (από πρακτικής πλευράς) είχε κατά το παρελθόν ένα άλλο σύστημα παλμογράφου που βασιζόταν στην ίδια αρχή με αυτή των Μπλοντέλ-Νταντέλ, αλλά δεν είχε κάτοπτρο (Γουέστερνκ.ά.). Στο σύστημα αυτό, η μηχανική εγκοπή αντιστοιχούσε στον χώρο που υπάρχει μεταξύ των δύο παράλληλων αγωγών του παλμογράφου οι οποίοι, χωρίς να συνδέονται πια μεταξύ τους με το κάτοπτρο, μετέβαλλαν την αμοιβαία απόσταση υπό την επίδραση του ηλεκτρικού ρεύματος ακουστικής συχνότητας. Όταν φωτιζόταν με σταθερό φως o μεταβλητός χώρος μεταξύ των δύο αγωγών, ένας αντικειμενικός φακός μπορούσε να καθορίσει πάνω στο επίπεδο του ευαίσθητου γαλακτώματος του φιλμ μια οπτική σχισμή, των ίδιων πρακτικών διαστάσεων με εκείνες του προηγούμενου συστήματος, η οποία όμως χαρακτηριζόταν από τη μεταβολή της μέσης φωτεινής έντασης. Σε μεταγενέστερο τύπο εγγραφής ανήκουν συστήματα όπου αντί του παλμογράφου με βρόγχο χρησιμοποιείται ειδική λυχνία αίγλης ή κύτταρο Κερ. Σήμερα χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά δίοδοι φωτεινής εκπομπής –LED (βλ. λ.).
Σε αντιστοιχία με τους δύο αυτούς τύπους μεταβολής της φωτεινότητας της σχισμής, χαράσσονται δύο διαφορετικοί τύποι ηχητικής κολόνας. Ο πρώτος τύπος λέγεται εγκάρσιος, μεταβλητού πλάτουςσταθερής αμαύρωσης. Όταν δεν υπάρχει καθόλου ήχος, η σχισμή παρουσιάζεται κατά το ήμισυ σκοτεινή και κατά το άλλο μισό φωτεινή. Οι ηχητικές διαμορφώσεις προκαλούν εκεί μια διαδοχή από σκοτεινές κορυφές και διαφανείς κοιλότητες, παρουσιάζοντας τη μορφή μιας κτένας, τα δόντια της οποίας μεταβάλλουν μήκος και πλάτος σε συσχετισμό με το διαμορφωμένο ρεύμα. Οι πολυάριθμες κατασκευαστικές παραλλαγές συντελούν στο να διπλασιάσουν ή να πολλαπλασιάσουν με διάφορους τρόπους τις ταλαντώσεις που εμφανίζονται κατά μήκος της ηχητικής κολόνας. Στα αποτελέσματα της εγγραφής αυτό δεν έχει καμία διαφορά, επειδή εκείνο που υπολογίζεται είναι η συνολική φωτεινότητα σχετικά με εκείνη του αμέσως προηγούμενου και του αμέσως επόμενου διαστήματος. Αυτές οι παραλλαγές χρησιμεύουν μόνο στο να υπερπηδηθούν ζητήματα εμπορικών προνομίων. Ο δεύτερος τύπος εγγραφής ονομάζεται επιμήκης, μεταβλητής πυκνότηταςμεταβλητής αμαύρωσης· έχει όμως πάντοτε σταθερό πλάτος. Κατά την περίοδο απουσίας ήχου η ηχητική κολόνα έχει μια μέση σκοτεινότητα. Οι ηχητικές διαμορφώσεις προκαλούν μια διαδοχή μεταβλητών διαφανειών κατά μήκος της ηχητικής κολόνας, παρουσιάζοντας έτσι την όψη μιας σειράς μικρών γραμμών ίσου πλάτους, αλλά μεταβλητού πάχους και έντασης σε συσχετισμό με τα ηχητικά χαρακτηριστικά του ρεύματος που τις προκαλεί.
Η αναπαραγωγή και στους δύο τύπους γίνεται διά του φωτισμού· με σταθερή φωτεινή πηγή της ηχητικής κολόνας, μέσα από μια οπτική σχισμή με διαστάσεις όμοιες με αυτές της σχισμής εγγραφής. Ένα φωτοκύτταρο (ή μια φωτοδίοδος), τοποθετημένο στην αντίθετη πλευρά του φιλμ, διαβάζει τις μεταβολές της φωτεινότητας που εμφανίζονται κατά τη διέλευση του φιλμ μπροστά από αυτή τη σχισμή και τις μετατρέπει σε αντίστοιχες ηλεκτρικές τάσεις. Αυτές οι τάσεις, αφού ενισχυθούν, μετατρέπονται πάλι σε ήχο από τα μεγάφωνα.
Η οπτική μέθοδος ε.ή. και αναπαραγωγής του παρουσιάζει όμως ένα μειονέκτημα, που καλείται θόρυβος βάθους. Το μειονέκτημα αυτό εμφανίζεται κατά την αναπαραγωγή και ακούγεται από τα μεγάφωνα με τη μορφή θορύβου (φυσήματος), ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια περιόδων απουσίας ήχου. Ο θόρυβος αυτός οφείλεται μεταξύ άλλων σε σκόνες ή γρατζουνίσματα που υπάρχουν πάνω στην ηχητική κολόνα ύστερα από την πολλαπλή χρήση τουφιλμ. Για την εξάλειψη αυτού του θορύβου χρησιμοποιείται στην πράξη ένας αυτόματος ρυθμιστής που αρχίζει από μια σκοτεινότητα σχεδόν πλήρη για τις περιόδους σιγής (στατική) και φτάνει προοδευτικά τη μέση τιμή ακύρωσης – απαραίτητη ως βάση για τις μέγιστες ταλαντώσεις, μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο. Η ηλεκτρονικήδιάταξη που έχει το καθήκον να μεταβάλλει τη μέση σκοτεινότητα (από την οποία λαμβάνουν αρχή οι διαδρομές της φωτεινότητας) ονομάζεται σιγαστήραςπεριοριστής θορύβων βάθους.
μαγνητική εγγραφή.Η μαγνητική ε.ή. (μαγνητόφωνο κλπ.) βασίζεται στην τοπική μεταβλητή μαγνήτιση ενός κατάλληλου υλικού (πλαστική ταινία ή κινηματογραφικό φιλμ με μαγνητικό επίστρωμα), όταν αυτό διέρχεται μπροστά από έναν ηλεκτρομαγνήτη. Αυτή η μέθοδος διαδόθηκε ταχύτατα χάρη στα πολλά πλεονεκτήματα που παρουσιάζει· από αυτά τα σπουδαιότερα είναι: η ελάττωση του θορύβου βάθους, η εύκολη διατήρηση, η δυνατότητα άμεσου ελέγχου του αποτελέσματος της ε.ή. και η ευκολία διαγραφής των προηγούμενων εγγραφών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να είναι η ταινία έτοιμη για νέα εγγραφή.
Το διαμορφωμένο ηλεκτρικό ρεύμα μετατρέπεται –από έναν κατάλληλο ηλεκτρομαγνήτη– σε μεταβολές ενός μαγνητικού πεδίου, ικανού να αφήσει ένα αποτύπωμα πάνω στο υλικό που περνά σε επαφή μπροστά από τον ηλεκτρομαγνήτη. Ο ηλεκτρομαγνήτης ονομάζεται μαγνητική κεφαλή και μπορεί να είναι κεφαλή εγγραφής, αναπαραγωγής ή διαγραφής, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται. Στους πρώτους δύο τύπους οι πόλοι του ηλεκτρομαγνήτη απέχουν μεταξύ τους 0,025-0,05 χιλιοστά, ενώ της κεφαλής διαγραφής 0,25 χιλιοστά. Πριν από το 1930 υπήρχε στους μαγνητικούς εγγραφείς ακόμα μία κεφαλή προμαγνήτισης, τοποθετημένη πάνω στη διαδρομή του μαγνητικού υλικού πριν από την κεφαλή εγγραφής· αυτή η προκαταρκτική μαγνήτιση, εκτός από την εξάλειψη κάθε προηγούμενου ίχνους εγγραφής, αποσκοπούσε στο να κάνει το μαγνητικό υλικό ικανό να δεχτεί χωρίς παραμορφώσεις τη νέα ε.ή. Κατά το έτος εκείνο, ο Μάρβιν Καμράς του Αμερικανικού Ιδρύματος Πολεμικών Ερευνών ανακάλυψε ότι εφαρμόζοντας στην κεφαλή ε.ή. εκτός από την ακουστική συχνότητα και μία ακόμα υπερηχητική συχνότητα –κατά 5-6 φορές υψηλότερη από τη μέγιστη ακουστική συχνότητα– μπορούσε να καταργήσει τη φάση της προμαγνήτισης και να πετύχει έτσι, εκτός από το πλεονέκτημα της μείωσης των παρασιτικών μαγνητικών παραμορφώσεων, τόσο την εξάλειψη του θορύβου βάθους που απέμενε όσο και μια μεγαλύτερη δυναμική εγγραφή.
Στις επαγγελματικές συσκευές υπάρχουν συνήθως τρεις ξεχωριστές κεφαλές για τη διαγραφή, την εγγραφή και την αναπαραγωγή. Οι δύο πρώτες τροφοδοτούνται πάντα κατά τη διάρκεια της ε.ή. με ένα εναλλασσόμενο ρεύμα συχνότητας περί τα 100 KHz σήμερα ή και περισσότερο (ανάλογα μετον κατασκευαστή). Σε πολυάριθμες συσκευές χαμηλού κόστους η κεφαλή ε.ή. λειτουργεί και ως κεφαλή αναπαραγωγής στην αντίστοιχη περίπτωση.
Τα αποτυπώματα επάνω στο μαγνητικό υλικό παραμένουν αναλλοίωτα για χρόνια και ουσιαστικά δεν μεταβάλλονται από τις διαδοχικές διελεύσεις της ταινίας μπροστά από τη μαγνητική κεφαλή αναπαραγωγής. Η κεφαλή αυτή με τη σειρά της (λειτουργώντας ως ηλεκτρομαγνήτης) διατηρεί μια ελάχιστη μαγνήτιση μετά από συστηματική χρήση, που μακροπρόθεσμα μπορεί να βλάψει τις εγγραφές που βρίσκονται στην ταινία, κυρίως εξασθενίζοντας τις υψηλές συχνότητες. Για τον λόγο αυτό συνιστάται η συστηματική απομαγνήτιση των κεφαλών με τα κατάλληλα όργανα. Ακόμη και οι διαγραφές πραγματοποιούνται με μεγάλη επιτυχία με την κατάλληλη κεφαλή και τα αναγκαία κυκλώματα, χωρίς να βλάπτουν το υλικό, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλές διαδοχικές εγγραφές. Όμως, μετά από κάθε εγγραφή προστίθεται συνήθως ένα μικρό ποσοστό θορύβου σε αυτό που ήδη υπάρχει στην ταινία. Αυτό συναντάται κυρίως στα σχετικά φθηνά μαγνητόφωνα και οφείλεται στις μικρές ατέλειες των κυκλωμάτων.
Η ε.ή. σε σύρμα από ατσάλι έχει πλέον σχεδόν τελείως εγκαταλειφθεί. Μία εξαίρεση όπου και σήμερα χρησιμοποιείται σύρμα για μαγνητική ε.ή. είναι οι καταγραφείς δεδομένων και πληροφοριών στα λεγόμενα μαύρα κουτιά των αεροπλάνων, έτσι ώστε οι πληροφορίες να είναι ανακτήσιμες ακόμα και μετά την καταστροφή του αεροσκάφους.
Οι μαγνητικές ταινίες κατασκευάζονται από χαρτί, από πλαστικό υλικό ή από νάιλον, πάνω στο οποίο έχει εναποτεθεί σαν βερνίκι μια σκόνη από οξείδιο του σιδήρου με κατάλληλο συνδετικό υλικό. Τo πλάτος της ταινίας είναι 6,3 χιλιοστά και το πάχος της ομοιόμορφο – που όμως κυμαίνεται στις διάφορες ταινίες από 0,02-0,10 χιλιοστά. Οι ταχύτητες της ταινίας είναι τυποποιημένες ανάλογα με τη χρήση, τις αναμενόμενες επιδόσεις και τις δυνατότητες των τεχνικών μέσων. Έτσι, η ταινία της κασέτας εκτυλίσσεται με ταχύτητα 17/8 ips (ίντσες ανά δευτερόλεπτο = 4,7625 εκ./δευτ.), μέγεθος που συγκριτικά με άλλες περιπτώσεις είναι μεν μικρό για ποιοτική αναπαραγωγή, ωστόσο η εγγενής αδυναμία αντισταθμίζεται από την ποιότητα της ταινίας και τα ηλεκτρονικά κυκλώματα. Το συνολικό πλάτος της ταινίας στις κασέτες είναι 3,74 χιλιοστά, ενώ για κάθε ίχνος εγγραφής διατίθενται 0,61 του χιλιοστού. Τα ίχνη μεταξύ τους απέχουν 0,3 του χιλιοστού, ενώ οι δύο στερεοφωνικές εγγραφές απέχουν επίσης μεταξύ τους 0,7 του χιλιοστού. Τέλος, κάθε ταινία ανάλογα με τη διάρκειά της έχει και διαφορετικό πάχος. Για τα συνήθως τρία τυποποιημένα μεγέθη ισχύουν τα εξής:
C 90 92 μ. 18 μm (διάρκειας 90 λεπτών της ώρας).
C 90 133 μ. 12 μm (διάρκειας 90 λεπτών της ώρας).
C 120 184 μ. 9 μm (διάρκειας 120 λεπτών της ώρας).
Η τυποποιημένη ταινία στα κλασικά μαγνητόφωνα (αυτά που καθιερώθηκαν ως μαγνητόφωνα ανοιχτής ταινίας ή και μπομπινόφωνα) για απαιτητικές ερασιτεχνικές και ημιεπαγγελματικές εφαρμογές διαθέτει δύο ή και τρεις ταχύτητες: 15 ips ή 38 εκ./δευτ., 7 1/2 ips ή 19 εκ./δευτ. και 3 3/4 ips ή 9,5 εκ./δευτ. Σε παλαιότερα μαγνητόφωνα υπήρχε και η ταχύτητα 17/8 ips για λόγους οικονομίας, με πολύ μέτριες όμως επιδόσεις. Η ε.ή. –και πάλι ανάλογα με τις απαιτήσεις στις ίδιες περιπτώσεις– γίνεται σε δύο ή τέσσερα παράλληλα ίχνη. Στη δεύτερη περίπτωση διπλασιάζεται η διάρκεια αναπαραγωγής για το ίδιο μήκος αλλά χειροτερεύει σχετικά η απόδοση καθώς μειώνεται το διατιθέμενο πλάτος εγγραφής. Σε περιπτώσεις επαγγελματικών εφαρμογών τα μαγνητόφωνα έχουν πολύ περισσότερα κανάλια και αντίστοιχα ίχνη εγγραφών από τα δύο και τέσσερα προαναφερθέντα. Επίσης οι ταχύτητες είναι πολύ υψηλότερες, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούνται και ειδικά κυκλώματα για τη συμπίεση του θορύβου που συνοδεύει τις ε.ή. Σήμερα όλες οι λειτουργίες σε ένα σύγχρονο στούντιο είναι ψηφιακές, με τις υψηλότερες δυνατές επιδόσεις.
Στις κινηματογραφικές ταινίες η μαγνητική εγγραφή τείνει να αντικαταστήσει την οπτική εγγραφή για τα πλεονεκτήματα που αναφέραμε προηγουμένως. Στον τύπο του κινηματογραφικού φιλμ των 35 χιλιοστών, για παράδειγμα, μπορούν να καταχωρηθούν τέσσερις μαγνητικές εγγραφές για την πραγματοποίηση του στερεοφωνικού ή., ενώ στον τύπο των 70 χιλιοστών (Σινέραμα) μπορούν να καταχωρηθούν έως επτά μαγνητικές εγγραφές, οι οποίες δημιουργούν με απόλυτη επιτυχία την αίσθηση του χώρου από ακουστικής πλευράς.
Η ταχύτητα εκτύλιξης του φιλμ είναι σε κάθε περίπτωση 24 φωτογραφίες ανά δευτερόλεπτο, οποιοσδήποτε και αν είναι ο τύπος του φιλμ. Η περιοχή συχνοτήτων εγγραφής είναι πολύ υψηλή και μπορεί να φτάσει τους 15.000 κύκλους/δευτερόλεπτο (Hertz).
Για την αναπαραγωγή των ήχων που έχουν εγγραφεί με αυτό τον τρόπο, αρκεί να εκτυλιχθεί η ταινία ή το σύρμα με την ίδια διεύθυνση και την ίδια ταχύτητα που έγινε η εγγραφή και σε επαφή πάντοτε με τη μαγνητική κεφαλή αναπαραγωγής, η οποία σε αυτή την περίπτωση συνδέεται στην είσοδο του ηλεκτρονικού ενισχυτή.
μηχανική ε.ή.Η μηχανική ε.ή. πραγματοποιείται με τη μορφή μικρών πλευρικών αποκλίσεων κατά τη χάραξη μιας σπειροειδούς αύλακας πάνω σε έναν δίσκο από πλαστικό υλικό. Η ένταση του ήχου καθορίζεται από το πλάτος των αποκλίσεων, ενώ η συχνότητά του από τον αριθμό των κυμάνσεων που περιέχονται σε κάθε μονάδα μήκους της γραμμής της αύλακας που διανύεται σε ένα δευτερόλεπτο. Το μήκος αυτό εξαρτάται, εκτός από την ταχύτητα περιστροφής του δίσκου, και από τη θέση που έχει αυτό το διάστημα σχετικά με ολόκληρο το σπείρωμα. Επειδή στο εμπόριο χρειάζεται ένας μεγάλος αριθμός δίσκων με την ίδια χάραξη, η διαδικασία εγγραφής ξεκινά με μια αρχική χάραξη από την οποία προέρχονται αργότερα τα αντίγραφα.
Τo ακουστικό ρεύμα καθοδηγεί έναν χαράκτη (αγγλικά: cutter), πουαποτελείται από έναν ηλεκτρομαγνήτη, στο διάκενο του οποίου κινείται παλινδρομικά ένα μεταλλικό στέλεχος εφοδιασμένο με μία βελόνα από ζαφείρι ή από διαμάντι. Αυτή η βελόνα, καθώς ταλαντεύεται ανάλογα με τους παλμούς του μικροφωνικού ρεύματος, χαράσσει μια σπειροειδή αύλακα με πλευρικά κυματοειδή χείλη πάνω σε έναν δίσκο από κερί που έχει προθερμανθεί. Με τη μέθοδο της γαλβανοπλαστικής εξάγεται από τον κέρινο δίσκο μια αρνητική μήτρα (συνήθως από χαλκό), που με τη βοήθεια μιας πρέσας τυπώνει τα αντίγραφα πάνω σε ένα θερμό και δύσκαμπτο πλαστικό υλικό. Η αύλακα, με τη μορφή λεπτών σπειρών που απέχουν ελάχιστα μεταξύ τους, προχωρεί πάντα από την περιφέρεια προς το κέντρο του δίσκου. Η διαμόρφωση παρουσιάζεται με τη μορφή πλευρικών κυματισμών της αύλακας (πλευρική ή οριζόντια χάραξη) ενώ παραμένει σταθερό το βάθος της αύλακας.
Η ακρόαση ενός δίσκου γίνεται με έναν φωνογραφικό αναπαραγωγέα (πικάπ), που εκτελεί την αντίστροφη λειτουργία του χαράκτη, δηλαδή μετατρέπει σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις τους κυματισμούς της αύλακας.
Σε όλες τις ε.ή. υπάρχουν πλέον δύο κανάλια για να επιτυγχάνεται μια αρκετά πειστική στερεοφωνική εικόνα. Αυτό προϋποθέτει ότι το χαρακτικό γράφει και τα δύο κανάλια ταυτόχρονα μέσα στο ίδιο αυλάκι. Έτσι, κοιτώντας τη βελόνα από το εμπρός μέρος –και εφόσον υπήρχε η κατάλληλη μεγέθυνση– θα βλέπαμε το αυλάκι σε τομή, στο αριστερό του μέρος να χαράσσεται το αριστερό κανάλι και αντίστοιχα στο δεξί του μέρος το δεξί κανάλι. Κάθε σήμα γράφεται χωριστά και, ανάλογα με τις διακυμάνσεις του σε διάφορα μεγέθη, ωθεί τη βελόνα του χαρακτικού να ταλαντώνεται σε γενικές γραμμές επάνω−κάτω και αριστερά-δεξιά. Η βελόνα του χαρακτικού και η βελόνα ανάγνωσης διαφέρουν σημαντικά. Η πρώτη έχει οξείες γωνίες προκειμένου να χαράξει με ακρίβεια την επιφάνεια του δίσκου. Αντίθετα, η βελόνα αναπαραγωγής έχει κατά κάποιον τρόπο στρογγυλεμένες γωνίες, επιτρέποντας την αρκετά πειστική αναπαραγωγή με τις μικρότερες δυνατές φθορές στον δίσκο. Χαρακτηριστικοί τύποι βελόνας αναπαραγωγής είναι οι κωνικές (και όχι σφαιρικές, όπως λέγονται συνήθως), οι διακτινικές ή ελλειπτικές, καθώς και άλλες για την καλύτερη κατά το δυνατόν επαφή τους με το αυλάκι.
Με την ε.ή. και την τελειοποίηση των συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής και με τις δυνατότητες των νέων υλικών, όπως π.χ. του χλωριούχου πολυβινυλίου (βινύλιο), που παρουσιάζει μια κοκκίαση εξαιρετικά λεπτή και το πλεονέκτημα να είναι άθραυστο, κατασκευάστηκαν δίσκοι μικροσιγιόν, δηλαδή με αύλακα μικρού βάθους και με 9-12 σπείρες ανά χιλιοστό. Αυτοί οι δίσκοι χρησιμοποιούνται με πολύ ελαφρές κεφαλές αναπαραγωγής και με μόνιμη βελόνα από ζαφείρι ή από διαμάντι.
Τα πλεονεκτήματα αυτών των δίσκων είναι η μείωση στο ελάχιστο της στάθμης θορύβου και η μεγαλύτερη διάρκεια εγγραφής καθώς και η επέκταση της περιοχής των εγγραφόμενων συχνοτήτων έως τους 10.000 κύκλους ανά δευτερόλεπτο.
Σήμερα, για την αναπαραγωγή δίσκων βινυλίου –για τους οποίους πιθανολογείται ότι σε λίγα χρόνια θα είναι μόνο συλλεκτικής αξίας, καθώς έχει καθιερωθεί πλέον το CD– χρησιμοποιούνται κυρίως δύο είδη κεφαλών. Οι σταθερού πηνίου (γενικώς έχουν καθιερωθεί ως κινούμενου μαγνήτη, όρος που δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα) και οι κινούμενου πηνίου. Όπως υποδηλώνεται και από την περιγραφή, στην πρώτη περίπτωση κάποιο κινούμενο στέλεχος μέσα σε μαγνητικό πεδίο δημιουργεί την αντίστοιχη προς την ταλάντωση τάση στα πηνία. Στη δεύτερη περίπτωση, το κινούμενο μέρος μέσα στο μαγνητικό πεδίο είναι τα πηνία, με αποτέλεσμα και η παραγόμενη τάση να είναι γενικά χαμηλή. Και στις δύο περιπτώσεις η ποιότητα της αναπαραγωγής είναι υψηλή, με κορυφαία παραδείγματα αυτά της δεύτερης κατηγορίας που κοστίζει συνήθως και περισσότερα χρήματα. Για την αναπαραγωγή χρειάζεται –εκτός από το πικάπ– η κεφαλή με τον βραχίονα, ο ενισχυτής που θα αυξήσει την πολύ ασθενή στάθμη του σήματος και τα ηχεία για τη μετατροπή του ηλεκτρικού σήματος σε ηχητική πίεση.
Κατασκευάζονται τρεις διαφορετικοί τύποι δίσκων μικροσιγιόν: των 33,3 στροφών, των 45 στροφών και των 16 στροφών ανά λεπτό.
Οι δίσκοι των 33,3 στροφών/λεπτό καθιερώθηκαν από την Columbia ως long playing (LP) από τη διάρκεια της αναπαραγωγής.
Οι δίσκοι των 45 στροφών κυκλοφόρησαν στο εμπόριο στις ΗΠΑ από την RCA-Victor την άνοιξη του 1949. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν η μικρή διάμετρος (6 ίντσες και 7/8 = 17,46 εκ.) και η μεγάλη κεντρική οπή (1,5 ίντσα = 3,8 εκ. περίπου). Ήταν από βινύλιο και προορίζονταν κυρίως για την αυτόματη αλλαγή δίσκων. Η ταχύτητα των 45 στροφών/λεπτό ήταν εκείνη που προσαρμοζόταν καλύτερα για δίσκους με μικρή διάμετρο. Η χάραξη περιοριζόταν προς την περιφέρεια του δίσκου με ένα συνολικό πλάτος εγγραφής περίπου 2,5 εκ. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονταν οι στενές σπείρες. Επιπλέον, ο δίσκος στο τμήμα που καταλαμβάνεται από τη χάραξη και σε μια μικρή ζώνη κοντά στην οπή είχε λεπτότερο πάχος, για να προφυλάσσονται οι σπείρες όταν τοποθετούνταν οι δίσκοι ο ένας πάνω στον άλλον.
Οι δίσκοι κατασκευάζονταν σε τέσσερις διαφορετικές διαμέτρους: 17,46 εκ. (= 6ίντσες και 7/8), 25,4 εκ. (= 10 ίντσες), 30,5 εκ. (= 12 ίντσες) και 40,6 εκ. (= 16 ίντσες).
Σήμερα έχει καθιερωθεί ο ψηφιακός δίσκος (CD). Η κατασκευή του αρχίζει με έναν γυάλινο δίσκο. Αρχικά επικαλύπτεται με photoresist και στη συνέχεια φωτίζεται τοπικά σε διάφορα διαδοχικά σημεία με τη δέσμη λέιζερ. Στο επόμενο στάδιο η επεξεργασία αποκαλύπτει τα σημεία που φωτίστηκαν και αμέσως μετά επαργυρώνεται. Από τη μεταλλική μήτρα κατασκευάζεται στη συνέχεια γυάλινη μήτρα και μετά από διαδοχικές επεξεργασίες δημιουργείται το λεγόμενο stamper. Από αυτό κατασκευάζονται τα αντίγραφα του εμπορίου.
τεχνικά μέσα εγγραφής και αναπαραγωγής.Και ενώ η μαγνητική εγγραφή για οικιακή χρήση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 δεν είχε διαδοθεί, το 1964 η ολλανδική (τότε) Philips παρουσίασε την κασέτα, που έως και σήμερα συνεχίζει να χρησιμοποιείται σε δεκάδες εφαρμογές. Τότε οι τεχνικές δυνατότητες, από την εγγραφή δίσκων μέχρι τα μαγνητόφωνα και την επίστρωση ταινιών, δεν επέτρεπαν υψηλές επιδόσεις. Με άλλα λόγια o ήχος δεν ήταν υψηλής πιστότητας, γιατί η απόκριση συχνότητας και η δυναμική περιοχή ήταν περιορισμένες, ενώ και ο θόρυβος από την ταινία αλλά και τις ηλεκτρονικές μονάδες από την πλευρά τους ήταν υψηλός. Ωστόσο, η κασέτα παρέμεινε στην κυκλοφορία για πολλά χρόνια ως μια δεύτερη εναλλακτική λύση ε.ή. και αναπαραγωγής, ενώ παράλληλα βέβαια τα εργαστήρια ερευνών στις μεγάλες βιομηχανίες προσέθεταν συνεχώς νέες δυνατότητες στο μέσο αλλά και στα κασετόφωνα.
Μια σειρά από βελτιώσεις έγιναν στο μαγνητικό υλικό επίστρωσης της ταινίας. Έτσι, ξεφεύγοντας από τις περιορισμένες δυνατότητες των απλών ταινιών, εμφανίστηκαν και άλλα υλικά στην αγορά, όπως το διοξείδιο του χρωμίου (οι γνωστές ταινίες χρωμίου) και το καθαρό μέταλλο. Καθένα από αυτά τα υλικά, όπως ήταν φυσικό, οδήγησε και στις σχετικές τροποποιήσεις από την πλευρά των κατασκευαστών κασετοφώνων. Έτσι εμφανίστηκαν συσκευές με επιλογή ταινίας για την καλύτερη δυνατή προσαρμογή των κυκλωμάτων στις δυνατότητές της, γεγονός που οδήγησε σε βελτιωμένη απόκριση συχνότητας και σχετικά χαμηλότερες παραμορφώσεις.
Αναλυτικά υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές επιλογές ανάλογα με την ταινία:
Τύπος I: (ταινίες ferric oxide, με ισοστάθμιση 120 μs). Η κατηγορία χωρίζεται σε τρεις άλλες υποκατηγορίες, ανάλογα με την επικάλυψη, την standard ferric low noise κλπ., την microferric και την high energy. Είναι ο περισσότερο κοινός τύπος που προτιμούν οι αγοραστές, κυρίως λόγω κόστους.
Τύπος II: (ταινίες chromium dioxide και cobalt ferric με ισοστάθμιση 70 μs). Έχουν καλύτερες επιδόσεις, κυρίως σε ό,τι αφορά τη σχέση του σήματος προς τον θόρυβο.
Τύπος ΙΙΙ: (ταινίες ferrichrome με ισοστάθμιση 70 μs). Δεν υπάρχουν πλέον.
Τύπος IV: (ταινίες metal με ισοστάθμιση 70 μs). Η τελευταία και καλύτερη κατηγορία. Στην επίστρωση της ταινίας υπάρχουν σωματίδια καθαρού σιδήρου και όχι οξείδια όπως στους προηγούμενους τύπους. Είναι η ακριβότερη της κατηγορίας, αλλά προσφέρεται για εγγραφές αξιώσεων με εκτεταμένη απόκριση συχνότητας και δυναμική περιοχή.
Το πρόβλημα του ηλεκτρονικού θορύβου, που δυστυχώς συνοδεύει κάθε αναλογική εγγραφή και αναπαραγωγή, αντιμετωπίστηκε σε μεγάλο βαθμό αρχικά από το κύκλωμα DolbyΑ που φέρει και το όνομα του σχεδιαστή του Ray Dolby. Το Α χρησιμοποιήθηκε πολύ στα στούντιο εγγραφής, καθώς προσέφερε πολλές δυνατότητες για τη μείωση του θορύβου, ενώ σήμερα έχει ουσιαστικά αντικατασταθεί από το πολύ πιο σύγχρονο SR. Σε περισσότερο εμπορική βάση χρησιμοποιήθηκε το Β. Το κύκλωμα αυτό υπάρχει πλέον σε κάθε στερεοφωνικό επιτραπέζιο κασετόφωνο, αλλά και σε πολλά καλής ποιότητας φορητά – ακόμη και σε γουόκμαν. Σε γενικές γραμμές, το Dolby Β πριν από την εγγραφή ενισχύει τεχνητά μια ορισμένη περιοχή συχνοτήτων, όπου και εντοπίζεται ο θόρυβος, διατηρώντας όμως τον ίδιο σε σταθερό επίπεδο. Κατά την αναπαραγωγή, λειτουργώντας αντίστροφα, μειώνει την ενίσχυση στην ίδια ακριβώς περιοχή, αλλά παράλληλα μειώνει κατά το ίδιο ποσοστό και τον θόρυβο· θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι, αν και o κατασκευαστής του Dolby Β έχει καθορίσει με συγκεκριμένες προδιαγραφές τα όρια λειτουργίας και τις επιδόσεις του, δεν αποκλείεται από κασετόφωνο σε κασετόφωνο να υπάρχουν μικρές αποκλίσεις, που δικαιολογούνται όμως από συγκεκριμένους παράγοντες, όπως είναι οι επιλογές των βιομηχανιών, το συνολικό κόστος κατασκευής κ.ά.
Μετά το Dolby Β εμφανίστηκε μία ακόμη πιο βελτιωμένη έκδοσή του, το Dolby C, που θεωρητικά έχει σχεδόν διπλάσιο αποτέλεσμα σε σχέση με τον προκάτοχό του (μείωση κατά 20 dB περίπου του θορύβου), ενώ παράλληλα καλύπτει και περισσότερο εκτεταμένη περιοχή συχνοτήτων. Η πλέον πρόσφατη έκδοση του κυκλώματος Dolby είναι το S, με επιδόσεις που οδηγούν σε μείωση του θορύβου κατά 23-24 dB. Ένα ακόμη κύκλωμα, που όμως δεν μειώνει τον θόρυβο όπως τα προηγούμενα, είναι το Dolby ΗΧ Pro. Για τη λειτουργία του προϋπόθεση είναι να υπάρχει και το κύκλωμα Dolby.
Βασίζεται στο ότι κατά την εγγραφή με συνεχή μεταβολή της πόλωσης γίνεται επιλεκτική ενίσχυση των υψηλών συχνοτήτων, περιοχή στην οποία συνήθως τα κασετόφωνα αλλά και οι κασέτες εμφανίζουν αδυναμίες, επιτυγχάνοντας έτσι καλύτερες επιδόσεις και συνολικά καλύτερη απόδοση.
Εναλλακτικά προς το Dolby η JVC (Japan Victory Company) παρουσίασε δύο ανάλογης λειτουργίας κυκλώματα, το ANRS και Super ANRS, που τελικά χρησιμοποιήθηκαν ουσιαστικά μόνο στα κασετόφωνά της. Με λιγότερες φιλοδοξίες είχε εμφανιστεί από τη Philips ένα ακόμη κύκλωμα, το DNL (Dynamic Noise Limiter), για τη συμπίεση του θορύβου στην ταινία. Όμως, η ουσιαστική διαφορά του από όσα αναφέρθηκαν είναι ότι δεν επιδρούσε στην εγγραφή αλλά μόνο στην αναπαραγωγή, μειώνοντας τον θόρυβο σε ορισμένο φάσμα συχνοτήτων. Η ευκολία αυτή, εφόσον δεν είχε προηγηθεί κωδικοποίηση κατά την εγγραφή (η αναγκαία επεξεργασία δηλαδή), επέτρεψε καταρχήν την απλή σύνδεση της συσκευής σε πολλά κασετόφωνα αλλά και μαγνητόφωνα ανοικτής ταινίας. Όμως, στο πέρασμα του χρόνου δεν έτυχε της γενικότερης αναγνώρισης και τελικά εγκαταλείφθηκε.
ψηφιακή τεχνολογία.Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην αγορά κυριαρχούσαν συσκευές αναπαραγωγής ήχου αναλογικής τεχνολογίας. Σε όλες τις συσκευές, ενισχυτές, ραδιοενισχυτές, κασετόφωνα, ραδιόφωνα, πικάπ, η λειτουργία ήταν αναλογική. Αυτό άλλωστε ήταν και το πρώτο στάδιο της ηλεκτρονικής στον τομέα του ήχου. Ειδικότερα στις εγγραφές το ασθενές ηλεκτρικό ρεύμα από τα μικρόφωνα, που αποτελεί και τη βάση αναφοράς για όλες τις μετέπειτα εξελίξεις, θεωρητικά ήταν απόλυτα όμοιο με το σήμα που γραφόταν στην ταινία ή στον δίσκο-μήτρα. Ένταση, συχνότητες, χροιά, όλα ήταν ένα αντίγραφο (τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, αλλά και των μικροπαραμορφώσεων από τα κυκλώματα), που μεταφερόταν αυτούσιο στο μέσο εγγραφής. Η μέθοδος όμως, όσο και αν εξελίχθηκε, είχε τεχνικούς περιορισμούς που δεν στάθηκε δυνατόν να ανατραπούν. Έτσι, οι αδυναμίες άρχισαν να γίνονται φανερές – κυρίως μετά την εμφάνιση μηχανημάτων αναπαραγωγής πολύ υψηλών επιδόσεων. Βασικά χαρακτηριστικά ήταν ο θόρυβος επιφανείας, οι στιγμιαίοι θόρυβοι από μικροκαταστροφές και η περιορισμένη δυναμική περιοχή στους δίσκους βινυλίου. Αντίστοιχα στις ταινίες (και κυρίως στις κασέτες) εμφανή ελαττώματα ήταν ο ηλεκτρονικός θόρυβος έγγραφης αναπαραγωγής, η μειωμένη δυναμική περιοχή και οι αυξημένες γενικά παραμορφώσεις συγκριτικά με το πρωτότυπο. Ένα κοινό μειονέκτημα και για τις δύο πηγές ήχου (δίσκος και μαγνητική ταινία) είναι ότι παροδικές αλλοιώσεις από αδυναμία του υλικού γίνονται εμφανείς κατά την αναπαραγωγή και δεν διορθώνονται, ενώ ενοχλητική είναι και η βαθμιαία γήρανση, κυρίως λόγω χρήσης.
Σε αυτά τα προβλήματα θεωρείται ότι έδωσε λύση η ψηφιακή τεχνολογία. Έλκοντας τις ρίζες από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τη φιλοσοφία τους, αντικαθιστά πλήρως την αναλογική τεχνολογία. Ειδικότερα, για τον κύκλο εγγραφής στο στούντιο και με τις αναγκαίες απλοποιήσεις, η διαδικασία είναι η εξής: το ηλεκτρικό σήμα από τα μικρόφωνα μετατρέπεται με ένα κύκλωμα ψηφιοποίησης (ADC-Analog to Digital Converter) από αναλογικό σε ψηφιακό σήμα.
Το ηλεκτρικό σήμα με τη μορφή ψηφιακού κώδικα μεταφέρεται στην ταινία και κυρίως στον ψηφιακό δίσκο, το γνωστό CD (Compact Disc). Ειδικά στο δεύτερο, όπως διατείνονται οι εταιρείες παραγωγής, το σήμα είναι ανεξίτηλο γιατί η επιφάνεια εγγραφής προστατεύεται από διαφανές κάλυμμα, αλλά και γιατί η ανάγνωση γίνεται οπτικά, οπότε ο μηχανισμός δεν έρχεται σε επαφή με το υλικό. Για κάθε ενδεχόμενο όμως, καθώς γρατσουνιές (μικροτραυματισμοί) του υλικού είναι πιθανόν να συμβούν, τα ψηφιακά πικάπ και κάθε ανάλογης λειτουργίας συσκευή είναι εφοδιασμένα με ειδικά κυκλώματα διόρθωσης λάθους. Μόλις εντοπιστεί κατά την αναπαραγωγή ένα στιγμιαίο πρόβλημα, κυκλώματα και κώδικες το εκμηδενίζουν δίνοντας στις περισσότερες περιπτώσεις την αίσθηση ότι η αναπαραγωγή συνεχίζεται χρονικά χωρίς να μεσολάβησε οτιδήποτε. Για να είναι δυνατόν αυτό, στον δίσκο εγγράφεται πλεονάζουσα πληροφορία, ώστε να επιτυγχάνεται ανίχνευση και διόρθωση λαθών (EDC: Error Detection and Correction).
Για πρώτη φορά το ψηφιακό πικάπ εμφανίστηκε στην αγορά περίπου το 1982-83. Ήταν μια πρωτοβουλία της ολλανδικής Philips, η oποία όμως –για τη συγκεκριμένη περίπτωση– συνεργάστηκε με την ιαπωνική Sony. Τo εγχείρημα είχε μεγάλη σημασία για τις βιομηχανίες παραγωγής ηλεκτρονικών προϊόντων και δίσκων, καθώς έτσι άρχιζε μια νέα περίοδος. Ωστόσο, αυτή ήταν η τελική κατάληξη μετά από μια σειρά προσπαθειών που είχαν ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν. H πρώτη ηχογράφηση 13 bit σε δίσκο μακράς διαρκείας εμφανίστηκε στην αγορά το 1973. Αργότερα μεγάλες εταιρείες, κάνοντας χρήση του συστήματος παλμοκωδικής διαμόρφωσης (PCM) έκαναν ηχογραφήσεις στα 16 bit. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι και το BBC, αναγνωρίζοντας την αξία του PCM, το χρησιμοποίησε αρχικά για να μεταφέρει ήχο από τα στούντιο προς τους πομπούς.
Αν και στην αρχή το ψηφιακό πικάπ δεν ανταποκρίθηκε απόλυτα στις απαιτήσεις των μουσικόφιλων, εντούτοις με τον χρόνο καθιερώθηκε, εκτοπίζοντας σήμερα τους δίσκους βινυλίου. Αντίθετα, μια ανάλογη προσπάθεια που έγινε για την καθιέρωση και ψηφιακού κασετόφωνου δεν γνώρισε ανάλογη επιτυχία. Το DAT (Digital Audio Tape) ή ψηφιακό κασετόφωνο όπως λέγεται, δεν καθιερώθηκε στις μεγάλες αγορές παρά τα αρχικά πλεονεκτήματα και τις ευκολίες του. Κύριος ανασταλτικός παράγοντας ήταν το υψηλό κόστος· και αυτό γιατί όσοι ανέλαβαν να το σχεδιάσουν επέλεξαν ότι η νέα μηχανή θα έπρεπε να καταγράφει και να αποδίδει τους ήχους χωρίς τεχνικούς περιορισμούς και αδυναμίες. Όμως κάτι τέτοιο χρειαζόταν και ανάλογης πολυπλοκότητας, επομένως και κόστους, κυκλώματα. Έτσι, το DAT σήμερα χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο σε επαγγελματικές εφαρμογές.
Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του CD είναι: διάμετρος 12 εκ. και διάρκεια εγγραφής περίπου 74-80 λεπτά. Εγγράφεται από τη μία πλευρά μόνο και διαβάζεται ως εξής: η δίοδος λέιζερ (βλ. λ.) κινείται από την εσωτερική πλευρά του δίσκου προς την εξωτερική. Ακόμη, η ταχύτητα κυμαίνεται από 200 έως και 500 στροφές το λεπτό και η ανάγνωσή του γίνεται καθώς η δέσμη ανακλάται από την επιφάνεια του δίσκου. Η μεταβολή στην ένταση του φωτός μετατρέπεται σε ψηφιακό σήμα.
Η Sony, κάνοντας ένα βήμα μπροστά, ανανέωσε το κλασικό εδώ και αρκετά χρόνια CD, παρουσιάζοντας τον Σεπτέμβριο του 1992 μια μίνι έκδοση, κυρίως για χρήση στον δρόμο και το αυτοκίνητο. Πρόκειται για το mini disc, το οποίο διαφέρει από οτιδήποτε ανάλογο έχει εμφανιστεί μέχρι σήμερα, γιατί εκτός από την αναπαραγωγή μικρών δίσκων CD μπορεί να κάνει και ψηφιακή εγγραφή όπως ένα φορητό κασετόφωνο.
Τo σημαντικό σε αυτά τα προϊόντα είναι το πώςεπιλέγονται οι ήχοι που τελικώς θα εγγραφούν στην κασέτα ή στον δίσκο. Έπειτα από μακροχρόνιες ψυχοακουστικές μελέτες διαπιστώθηκε, όπως υποστηρίζει η Philips και η Sony, ότι από τους ήχους μιας ορχήστρας τελικώς δεν ακούγονται όλοι από τον ακροατή, έστω και αν παράγονται από τα μουσικά όργανα. Αντίθετα, ακούγονται όσοι ξεπερνούν ένα κατώφλι ακουστότητας, χαρακτηριστικό για το ανθρώπινο αφτί. Με κριτήριο λοιπόν το συμπέρασμα αυτό, οι σχεδιαστές δημιούργησαν σύνθετα κυκλώματα που αποφασίζουν ποιοι τελικώς ήχοι από το ηχογραφούμενο σήμα θα είναι ακουστοί από τον ακροατή και απορρίπτουν όλους τους άλλους. Τελικό όφελος στην πράξη είναι ότι ένας πολύ μικρότεροςόγκος πληροφοριών εγγράφεται στο mini disc επιτυγχάνοντας έτσι οικονομία στο υλικό εγγραφής και ταυτόχρονα ορισμένες πρόσθετες τεχνικές ευκολίες χωρίς, όπως υποστηρίζουν, να είναι εμφανής η έλλειψη για τη συντριπτική πλειοψηφία των ακροατών.
μικρό γλωσσάριAnalogue (αναλογικό): πρόκειται για κάθε τεχνική που επιτρέπει κατά την εγγραφή ή αναπαραγωγή το αρχικό αίτιο(οήχος στην προκειμένη περίπτωση) να είναι όμοιο με τη διακύμανση ρεύματος ή τάσεως. Ακόμη το ίδιο αίτιο μπορεί να είναι κατά τον ίδιο τρόπο όμοιο με τη μετατόπιση ενός μεγαφώνου ή και με τη διακύμανση της μαγνητικής ροής στην κεφαλή εγγραφής.
BitStream: Αναφέρεται σε νεότερη τεχνική των ψηφιακών πικάπ, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τη Philips –αλλά και από κατασκευαστές της Άπω Ανατολής– για τη μετατροπή του ψηφιακού σήματος σε αναλογικό.
CD: ψηφιακός δίσκος. Παραλλαγές του παρουσιάζονται ανάλογα με τη χρήση και ως εξής:
α. CD-R: ψηφιακός δίσκος, στον οποίο μπορεί να γίνει εγγραφή.
β. CD-ROM (CD-Read Only Memory): ειδική μορφή ψηφιακού δίσκου που χρησιμοποιείται ως μνήμη τεράστιας χωρητικότητας και με τον ανάλογο οδηγό δισκέτας επεκτείνει σημαντικά τις δυνατότητες ενός υπολογιστή.
DAC (Digital to Analogue converter): μετατροπέας ψηφιακού σήματος σε αναλογικό. Ηλεκτρονικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται κυρίως στα ψηφιακά πικάπ και κασετόφωνα, αλλά και γενικότερα σε οποιαδήποτε ανάλογη εφαρμογή.
ADC (Analog to Digital Converter): Μετατροπέας αναλογικού σήματος σε ψηφιακό.
DVD (Digital Versatile Disc – Ψηφιακός δίσκος πολλαπλών εφαρμογών): Είναι ένας δίσκος μεγάλης χωρητικότητας, στο μέγεθος ενός CD, για εφαρμογές βίντεο, πολυμέσων, παιχνιδιών και ήχου.
EDC (Error Detection and Correction): Ανίχνευση και διόρθωση των λαθών.
Ιστορία.Την πρώτη αποτελεσματική προσπάθεια ε.ή. πραγματοποίησε ο Γάλλος Λεόν Σκοτ (1856) με το φωνοαυτόγραφο. Μετέφερε τους ηχητικούς κραδασμούς σε καμπύλες, οι οποίες χαράσσονταν πάνω σε έναν αιθυλωμένο κύλινδρο που περιστρεφόταν. Ήταν κυρίως ένα μέσο γραφικής παράστασης και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για μία εγγραφή με σκοπό την αναπαραγωγή. Στη συσκευή αυτή, τα ηχητικά κύματα συλλέγονταν από ένα χωνί σε παραβολοειδή μορφή και συγκεντρώνονταν με μία ελαστική μεμβράνη (διάφραγμα), η οποία με ένα σύστημα μοχλών κινούσε μία μακριά και πολύ ελαφριά γραφίδα (τρίχα από αγριογούρουνο) που βρισκόταν σε επαφή με τον κύλινδρο. Η γραφική παράσταση που διαγραφόταν πάνω στην αιθάλη μπορούσε να θεωρηθεί ως αναπαραγωγή, περισσότερο ή λιγότερο ακριβής, του αρχικού ήχου, αλλά μεγεθυμένη. Αργότερα o Έντισον κατόρθωσε να μετατρέψει το φωνοαυτόγραφο σε μέσο εγγραφήςκαι αναπαραγωγής του ηχητικού φαινομένου. Αυτός προσπάθησε να εγγράψει τα ηχητικά σήματα του Μορς πάνω σε μήτρες. Για να το κατορθώσει αυτό κατασκεύασε μια συσκευή όμοια με εκείνη του Σκοτ, με τη διαφορά ότι πάνω στον περιστρεφόμενο κύλινδρο αντί της αιθάλης έβαλε μια πλαστική ουσία που μπορούσε να χαραχτεί. Γεννήθηκε έτσι ο φωνογράφος, του οποίου το προκαταρκτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1877 και το περιγραφικό στις 17 Ιουνίου 1878.
Ο φωνογράφος του Έντισον ήταν μία συσκευή κατάλληλη τόσο για την εγγραφή όσο και για την αναπαραγωγή. Η βελόνα χάραξης προκαλούσε πάνω σε ένα φύλλο κασσίτερου μια αύλακα μεταβλητού βάθους σε κάθετη διεύθυνση προς τον άξονα του κυλίνδρου (εγγραφή βάθους). Η ίδια η βελόνα, περνώντας πάλι από την αύλακα που προηγουμένως είχε χαραχτεί, αναπαρήγαγε τον ήχο. Ο κύλινδρος ήταν χειροκίνητος. Κατά το 1887 ο Μπερλίνερ επινόησε το γραμμόφωνο (σήμα κατατεθέν για να παρουσιάσει έναν τελειοποιημένο φωνογράφο), που διέφερε από τη συσκευή του Έντισον, γιατί στη θέση του κυλίνδρου τοποθέτησε έναν δίσκο από μαλακό υλικό, πάνω στον οποίο η χάραξη γινόταν επιφανειακά (πλευρική χάραξη). Στη συνέχεια o Μπερλίνερ αντικατέστησε τη μανιβέλα με κινητήρα ελατηρίου, κάνοντας έτσι ημιαυτόματη τη λειτουργία του γραμμοφώνου. Το 1897, για να μπορέσει να κατασκευάσει περισσότερα αντίγραφα του ίδιου δίσκου από κυτταρίνη, o Μπερλίνερ επινόησε τη μέθοδο χάραξης πάνω σε μήτρα από κερί.
Η υπεροχή του δίσκου ως μέσου ε.ή. παρέμεινε αναμφισβήτητη μέχρι την εμφάνιση του ηχητικού φιλμ. Μάλιστα, στην αρχή έγινε προσπάθεια να προσαρμοστεί κυρίως ο δίσκος για την ηχοποίηση των κινηματογραφικών ταινιών (σύστημα Βιταφόν) με σημαντικές όμως δυσκολίες πρακτικής φύσης (συγχρονισμός).
Μεταγενέστερες πρόοδοι έγιναν με τις εφαρμογές της ηλεκτρονικής γενικά, οι οποίες επέτρεψαν να πραγματοποιηθούν τελειότερες εγγραφές και αναπαραγωγές. Οι κατασκευαστικές μορφές των σημερινών συσκευών προέρχονται από διαδοχικές τελειοποιήσεις τόσο των υλικών όσο και των κατασκευαστικών μεθόδων.
Το Dolby A χρησιμοποιήθηκε πολύ στα στούντιο εγγραφής, καθώς προσέφερε πολλές δυνατότητες για τη μείωση του θορύβου· σήμερα έχει ουσιαστικά αντικατασταθεί από το σύγχρονο SR (φωτ. ΑΠΕ).
Όλες οι λειτουργίες σε ένα σύγχρονο στούντιο είναι ψηφιακές, με τις υψηλότερες δυνατές επιδόσεις (φωτ. ΑΠΕ).
Στον κινηματογράφο η εγγραφή του ήχου πραγματοποιείται με οπτικο-φωτογραφικές μεθόδους (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.